Το τελευταίο γράμμα Ι

Αναρωτιόμουν πολλές φορές τι είναι αυτό το ξένο πράγμα που
έχεις πάνω σου και που με έχει φέρει τόσο συχνά στην απόγνωση.
Αυτό το ξένο πράγμα είναι κάτι βρετανικό! Εκεί κατέληξα. Κάτι
κατεψυγμένο που, αν δεν είχε μέσα του (τον πιο απρόσιτο) πολιτισμό,
θα ήταν πολικό.

Ήθελα καιρό να σου γράψω.

Αλλά θα έλεγες: "Κοίτα που πάει να με τυλίξει πάλι. Δεν θα
το βάλει ποτέ κάτω, με τίποτα".

Έτσι σου γράφω τώρα. Τώρα που πας να ψαρώσεις τον Δ. πες
του πως είσαι αυθεντία παγκοσμίου κύρους στην πολική ψυχραιμία.
Πως είσαι ένα τέρας από τότε που κατάλαβες τον εαυτό σου. Πως
δυστυχώς δεν έχεις να χάσεις τίποτα από κανέναν γιατί από παντού
την έχεις στημένη. Πες του πως ο σκοπός σου είναι να αποφανθείς
εσύ για την τέλεια μωρία του.

Γιατί αυτό κάνεις με τους ανθρώπους.

Αποφαίνεσαι για τη μωρία τους και ησυχάζεις που βρίσκεις
κάθε λόγο να μην ανήκεις στην "εκκλησία των ανθρώπων".

Κι όμως... Το τέρας είναι τόσο καλό. Τόσο πανέτοιμο να
σκλαβωθεί με μια συμπαθητική κίνηση, με ένα τάπερ χόρτα ή ακόμα και
από την ίδια την αδυναμία των ανθρώπων.

Κι ακόμα το τέρας ό,τι κάνει το κάνει με μια απίστευτη
σοβαρότητα. Κι έτσι όλοι είναι στο έλεός του. Μόνο που το τέρας είναι
σωστό γιατί έτσι μπορεί να δραπετεύει από τη ζωή. Κι όταν το τέρας
λέει τη λέξη "ζωή", νομίζει πως βρίσκεται στο θέατρο.

Γιατί το τέρας δεν θέλει τίποτα απ' όσα συμβαίνουν στη ζωή -
δεν τα ξέρει. Δεν έχει μιλήσει ποτέ για τη χαρά ενός φλιτζανιού
καφέ και για το χρώμα που έχει μια φέτα καρπούζι το απόγευμα.

Το τέρας διευθετεί τη ζωή των ανθρώπων με όπλα την ψυχρή
ευρηματικότητά του, το τηλέφωνο και τις επιταγές του. Φέρεται
καλά στους ανθρώπους, ενώ το μόνο που τους δίνει στην ουσία είναι
ένα φτύσιμο περιφρόνησης ή κατάχλομη θανατερή απόρριψη.

Είσαι ένα φαλακρό βουνό όλο βράχια.

Ή μάλλον ο Θάνατος που κερδίζει την παρτίδα σκάκι
στην "Έβδομη σφραγίδα". Αλλά η δύναμη δεν είναι για να χτυπάμε.
Είναι για να συγκρατούμε τον εαυτό μας. Κι εσύ χτυπάς συνέχεια, με
το δικό σου ιδιαίτερο τρόπο, κρυμμένος μέσα στα σύννεφα σου,
ανεκδήλωτος, απρόσιτος, δηλαδή Θεός.

Και πού και πού κάτι νοθεύει το μίσος σου για την ανθρώπινη
μωρία. Τότε σαν να μ' αγαπάς. Σαν να κατεβάζεις κάπως το δρεπάνι σου.

Θα 'θελα να ήξερα ποιός είναι αυτός που σε έκανε τέτοιο τέρας,
να θεωρείς τη συμπόνια αδυναμία, την ευαισθησία ντροπή,
ποιός είναι αυτός που σε διέφθειρε τόσο πολύ ώστε να θέλεις
να εξαλείψεις εντελώς το στίγμα της συμπάθειας για ένα ορφανό παιδί σαν
εμένα. Ακόμα και στη φωτογραφία σου στο βιβλίο κοιτάζεις
απειλητικά, άνοιξε και δες, με μια στρατιωτική σκληρότητα, σαν να
ετοιμάζεσαι να δώσεις εντολή να ανοίξουν πυρ. Πότε την έβγαλες;
Όταν κατέρριψες το εχθρικό αεροσκάφος; Όταν ένιωθες τη χαρά να το
βλέπεις να καίγεται στον αέρα;

Η Αλήθεια είναι πως όλο αυτό τον καιρό το μεγαλύτερο
διάστημα δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω σου.
Εκτός από τις φορές που έπαιρνα διαταγή "εκκενώστε την
περιοχή".

Αλλά τι θα γίνει;

Έτσι θα επιτίθεσαι σε όλη σου τη ζωή - αυτό θα γίνει;

Ακόμα κι όταν τα τανκς σου παλιώσουν και μείνουν χωρίς
καυσιμα. Τότε μπορεί να κάνεις τα χειρότερα. Να πιάσεις τα μαχαίρια.
Γιατί έτσι είσαι, "ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν". Κι αν
σου τελειώσει και το μαχαίρι και λιώσει στα παγωμένα σου δάχτυλα,
μπορεί να εξηγηθείς σαν τον ήρωα της Τορά που έσφαξε χίλιους
με το κατωσάγωνο του γαιδάρου.

Αλλά εγώ θα εξοντωθώ πιο πολύ χωρίς εσένα.

Που δεν γνώρισες το γέλιο και την ελαφρότητα. Που δεν
ανέχτηκες τον πιο έξυπνο πούστη πάνω από μια ώρα. Θα μελανιάσω
σαν πνιγμένος. Θα γεράσω. Τα μάτια μου από καστανά θα μείνουν
μόνο κόκκινα.

Κλαίνε ποτέ τα τέρατα; Θρηνούν; Φαντάζομαι πως όχι. Ή το
πολύ πολύ να τραντάζονται όπως βήχουν τα σκυλιά.

Σε θυμάμαι χειμώνα στο βουνό μέσα στο χιόνι να είσαι στο
παράθυρο ευτυχισμένος που δεν μπορούσες να διακρίνεις ούτε ίχνος
ζωντανής ύπαρξης. Κι ούτε καν τις αλεπουδίτσες. Μόνο το θόρυβο
των πιάτων τους συμπαθούσες.

Αλλά, όταν ερχόμουν τις Παρασκευές, χαιρόσουν και με έβαζες
στο τζάκι και μου έλεγες:

- Γλυκό μου παιδί, να σου φτιάξω ένα ωραίο καφεδάκι;



Κι αυτή την εικόνα μπορέσαμε και τη ζήσαμε. Γιατί υπάρχει
ευτυχία στον κόσμο κι ας είναι εφήμερη.

Όσο γι' αυτούς τους μήνες: νίκησες πάλι. Μέσα από το
Σκοπευτήριό σου κατάφερες, χωρίς να κάνεις ούτε μια κίνηση,
να με κάνεις να μην μπορώ να απομακρυνθώ ή να βλέπω όλους τους άντρες μικρούς ή γελοίους.

Κι όλα αυτά με τηλεχειρισμό. Μπράβο σου.

Τώρα μόλις σε πήρα τηλέφωνο. Ο Μιστερ Κατατονία χαίρεται όταν
σε ακούει. Ξέρω να ξεχωρίζω τις φωνές σου. Άλλη είναι όταν νιώθεις
καλά και είσαι "γεμάτος" - αυτή είναι μια φευγάτη φωνή
και ελαφρά αποσταθεροποιημένη. Την ώρα που βιάζεσαι, η φωνή
σου γίνεται μπάσα και στακάτη, με ένα "λοιπόν" μπροστά. - Δεν με αναγνώρισες. Στο έκλεισα.

Ναι, ήσουν ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα εκτός από τις
ώρες που ήσουν ο επικεφαλής του Στρατοδικείου. Αλλά και τότε
πάλι καλός είσαι. Δεν στέλνεις ποτέ στο απόσπασμα είναι Αλήθεια.
Τιμώρείς με στέρηση αδείας, με πειθαρχείο και -πολύ συχνά- με
ξήλωμα γαλονιών. Κι αυτό γιατί δεν αναγνωρίζεις σε κανέναν άλλον
το δικαίωμα να εκτελέσει.

Δεν ξέρω αν στεναχωριέμαι που ποτέ σου, δεν θα μπορέσεις να
παίξεις κι εσύ σαν τον Δ. και την παρέα του. Ή μάλλον χαίρομαι
γιατί αυτά τα παιχνίδια μπορείς να τα κάνεις μόνο μαζί μου.
Γιατί μόνο εγώ ενδιαφέρομαι για το ξύλινο σφυράκι σου. Γιατί το παιδί
που έιχε για παιχνίδι ένα σφυρί δεν έχει σχέση με το παιδί που
είχε ηλεκτρονικά τρενάκια. Όταν είναι μικρό, ζωγραφίζει γάτες εξάποδες
πάνω στο χώμα, παίζει Θέατρο Σκιών με τα δάχτυλά του και
φτιάχνει μπάλες με λάσπη και κουκουνάρια.

Κι αυτό είναι το μόνο παιδί που αγαπάω.

Πάνω στην ντουλάπα, να, ορίστε, μπροστά μου το τρύπιο παντελόνι
της φόρμας που μου άφησες. Μπαίνω στο δωμάτιο, η λάχανι "κούκλα"
με κοιτάζει.

Και μετά; Αφού τα δω όλα, τι θα κάνω; Που θα πάω;

Κι εσύ Θα αποκοιμιέσαι στον καναπέ με τα ρούχα; Θα καπνίζεις
συνέχεια; Θα σε πιάσει η μέση σου και θα πέσεις άρρωστος; Θα
κάνει κρύο και δεν θα με ζεσταίνεις πια; Θα μ' αφήσεις σ' αυτά τα
πηχτά, έκφυλα μυαλά και στα γλοιώδη χαμόγελα; Θα με καταδικάσεις
να εγκαταλείψω την ασκητική μου και να γυρίσω στην
κοσμικότητα των αγνώστων;

Σε έβριζα πολύ.

Και τώρα σ' αγαπάω, όπως άλλωστε σ' αγαπούσα πάντα. Από την αρχή.

Κι εδώ που τα λέμε, όχι άδικα.

Πολλές φορές έβαλες το σοφό σου πόδι στα χαλασμένα φρένα μου.

Αλλά πάντα σε φοβόμουν, ακόμα και στις καλές σου, γιατί μου
θύμιζες την πιο σκοτεινή πλευρά της αθωότητας, έναν ανήλικο
αυτοκράτορα της Παρακμής, που κάθε στιγμή μπορεί να νεύσει στους
αυλικούς του να αποκεφαλίσουν το φίλο που έχει πάψει να τον
ενδιαφέρει.

Κι όλοι σε φοβούνται γιατί τους υπνωτίζεις και ξυπνάς ακόμα
και στους άντρες ένα σχεδόν γυναικείο συναίσθημα απέναντί σου.

Εσένα φοβάμαι, αυτό να το θυμάσαι. Κανέναν άλλον. Και
είναι άδικο να ζω τόσο καιρό μέσα στο φόβο διαρκώς. Θέλω να
μάθω κι άλλα πράγματα. Τι είναι ο φόβος το έμαθα. Φτάνει.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο έρωτας από την εμμονή απέχει μόνο μιαν ανάσα. Ποτέ δεν θα μαθουμε τι από τα δυο κρυβόταν, κρύβεται πίσω από το πάθιασμα. Αλλά τι σημασία έχει; Γνωρίζουμε μόνο πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς παρά να παθιαστούμε και να ελπίσουμε και να επιθυμήσουμε όλα εκείνα που η λογική - πάντα αναιδέστατη- μας έλεγε πως είναι λάθος. Όλα εκείνα για τα οποία το σώμα και η ψυχή τόσο αχόρταγα διψούσαν. Και τα αντιληφθήκαμε όλα σε όλο τους το εύρος και με όλο τον πόνο που μοιραία φέρουν... Και με τη λαχτάρα και με τη ζωή και με τις ανάσες που τα συνοδεύουν... Κι ας λένε οι αμύητοι πως δεν άξιζε, πως ήταν λίγο, πως κυνηγάμε χίμαιρες κι άλλα ανύπαρκτα. Εμείς ξέραμε πως άλλος δρόμος δεν υπήρχε...

υγ. θ. Σ., τι ώρα είναι;

Ανώνυμος είπε...

Κλαίω κ δεν ξέρω γιατί... Σκοτεινό κ άγριο...

Μαρία (ζουζούνα)

Gb είπε...

Οσο περνάει ο καιρός γράφεις όλο κι ομορφότερα. Γιατί, φαίνεται, όσο περνάει ο καιρός, πονάς περισσότερο. Αλλά το να μιλήσω για την ομορφιά του κειμένου, θ’ αδικούσε την ομορφιά της αγάπης σου. Κι αυτή είναι τόσο δική σου, όσο τίποτε άλλο δικό σου δεν θα ‘χεις, που κι αν μοιάζει με ό,τι έζησα, θα ‘ταν αδύνατο ποτέ να την καταλάβω. Όμως, οι λέξεις και το νόημά τους είσαι συ. Εσύ και ο Άλλος. Ή, ο Άλλος κι εσύ. Κι εσύ είσαι ο ίδιος, που γράμμα-γράμμα, λέξη-λέξη γεννιέσαι ομορφότερος. Γιατί παραμένεις ο ίδιος, μέσα από ένα κείμενο, απ’ όπου αντηχεί θλιμμένο βιολί, απόμακρο πιάνο και τρομπέτα μαζί. Θεριό και άνθρωπος, είστε -το ξέρεις- κι οι δυο τυχεροί, κι ας μην βοηθά η διαπίστωση αυτή. Γιατί, δεν είναι οι μνήμες ούτε το μέλλον, δεν είναι η αγάπη μήτε το χιόνι, αλλ’ αυτό το για πάντα άγνωστο κάτι, που θα σας κάνει όπου και όπως κι αν είστε για πάντα ένα.
Ως Gb για μία ακόμη φορά, γι’ αυτήν που σε νιώθει καλύτερα από μένα.